Σύμφωνα με έναν πρώτο ορισμό τα ηθικά συναισθήματα είναι συναισθήματα που συνδέονται με τα συμφέροντα ή την ευημερία είτε της κοινωνίας στο σύνολό της ή τουλάχιστον άλλων πρόσωπων εκτός αυτού που εμπλέκεται άμεσα.
Με άλλα λόγια, όλα τα συναισθήματα είναι αντιδράσεις στις αντιλαμβανόμενες αλλαγές, απειλές ή ευκαιρίες στον κόσμο, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ο εαυτός του οποίου τα συμφέροντα θίγονται άμεσα από αυτά τα γεγονότα. Σε αντίθεση με κάποια συναισθήματα που προκύπτουν κυρίως όταν συμβαίνουν καλά ή κακά πράγματα στο ίδιο τον εαυτό μας ή σε ένα άλλο άτομο με το οποίο συνδεόμαστε, υπάρχουν και συναισθήματα που ενεργοποιούνται συχνά ακόμα και όταν ο εαυτός μας δεν έχει καμία συμμετοχή στο συγκεκριμένο γεγονός. Δηλαδή, εκδηλώνονται σε παραβάσεις οι οποίες δεν αγγίζουν άμεσα τον εαυτό μας. Όσο περισσότερο ένα συναίσθημα τείνει να ενεργοποιείται από τέτοια ανιδιοτελή κίνητρα τόσο περισσότερο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα βασικό ηθικό συναίσθημα. Επιπλέον, ονομάζονται ηθικά, επειδή μπορεί να οδηγήσουν σε αποκατάσταση ή αποφυγή μιας κακής συμπεριφοράς.
Στα ηθικά συναισθήματα ανήκουν και τα λεγόμενα ως «συνειδητά» συναισθήματα, που προκαλούνται από την αυτο-αξιολόγηση. Αυτή η αυτο-αξιολόγηση μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση, συνειδητή εμπειρία ή υποσυνείδητη. Το αντικείμενο αυτών των συναισθημάτων είναι ο εαυτός. Η ντροπή και η ενοχή ανήκουν τόσο στα «συνειδητά» όσο και στα ηθικά συναισθήματα. «Συνειδητά» καθώς εμπλέκουν τον εαυτό στην αξιολόγηση του εαυτού και ηθικά καθώς πιθανώς παίζουν σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της ηθικής συμπεριφοράς.
Τα αποτελέσματα της έρευνας των Menesini και Camodeca, στην οποία διερευνήθηκαν οι ακούσιες και εκούσιες καταστάσεις που προκαλούν ντροπή και ενοχή σε σχέση με την εμπλοκή στον εκφοβισμό παιδιών ηλικίας 9 έως 11 ετών, έδειξαν ότι τα χαμηλότερα επίπεδα ντροπής και ενοχής εκφράστηκαν από την ομάδα των θυτών. Η έλλειψη ντροπής και ενοχής μπορεί να είναι χρήσιμη ώστε να μειώσουν τη γνωστική ασυμφωνία και να συνεχίσουν να παρενοχλούν τους άλλους. Τα αποτελέσματα αυτά ενισχύουν τα ευρήματα άλλων ερευνών ότι οι θύτες δεν καθοδηγούνται από ηθικές αξίες, όπως η εντιμότητα ή η δικαιοσύνη, και αισθάνονται αδιάφοροι και περήφανοι όταν προκαλούν κακό. Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι οι θύτες αισθάνθηκαν πολύ λιγότερο ενοχή και ντροπή κυρίως σε καταστάσεις τόσο ενοχής όσο και ντροπής (και όχι σε καταστάσεις ντροπής μόνο). Αυτή είναι μια επιβεβαίωση ότι οι θύτες μπορεί να καθοδηγούνται από εγωκεντρισμό και τάση απεμπλοκής του εαυτού τους, που με τη σειρά του, τους κάνει αδιάφορους για τον πόνο των θυμάτων. Δεν κατανοούν το θύμα, δεν αισθάνονται υπεύθυνοι για τη ζημία που προκαλείται και, ως εκ τούτου, δεν βιώνουν ενοχή ή ντροπή. Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνονται και από άλλες έρευνες σύμφωνα με τις οποίες οι θύτες του εκφοβισμού έχουν έλλειψη ενσυναίσθησης και αποτυγχάνουν να αισθανθούν τον πόνο των θυμάτων τους και να νιώσουν τύψεις.
Ενδιαφέροντα αποτελέσματα βρέθηκαν στην έρευνα των Menesini και Camodeca και για τα θύματα. Συγκεκριμένα, ανέφεραν ότι αισθάνονται περισσότερη ντροπή από τα μη εμπλεκόμενα παιδιά σε καταστάσεις οι οποίες υποτίθεται ότι πρέπει να προκαλούν μη-ηθική ντροπή. Ως εκ τούτου, η αίσθηση της ντροπής μπροστά σε ένα ακροατήριο για μια γκάφα ή μια αποτυχία δεν συνδέεται με την ηθική και τονίζει το άγχος τους όταν εκτίθενται σε μια κοινωνική κατάσταση και την επιθυμία να αποσυρθούν. Η ντροπή των θυμάτων μπορεί επίσης να δηλώνει χαμηλή αυτοεκτίμηση και έλλειψη αυτο-αποτελεσματικότητας στις κοινωνικές καταστάσεις. Τα θύματα ίσως να αισθάνονται την εστίαση των άλλων πάνω τους σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι μη εμπλεκόμενοι συμμαθητές, να μην αισθάνονται άνετα και να φοβούνται να εκτίθενται στην κρίση των άλλων. Το βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τα θύματα από τα μη εμπλεκόμενα παιδιά είναι η ανησυχία όταν βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής, με τα θύματα να ανησυχούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για τυχόν λάθη, γκάφες, και κατά συνέπεια για τον χλευασμό και την παρενόχληση των άλλων που θα επακολουθήσει.
Πηγή: your-psychology.gr